ἀψινθίου

ἀψινθίου
ἀψίνθιον
wormwood
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀψινθίου — Ἀψίνθιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пелынъ — ПЕЛЫН|Ъ (5*), А с. Полынь: и призва ѥго ц(с)рь ре(ч). хощеши лi работати мнѣ всею д҃шею. и дасть ѥмѹ нѣчто снѣсти горчѧѥ пелына. ПрЛ 1282, 38б; Равно есть горьсть [в др. сп. горесть] ѿ пелына ѹ˫ати. и ѿ слова дерзновение ѿрѣзати. (ἀψινϑίου) Пч н …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”